τρόχαλος

τρόχαλος
ο, Ν
σωρός από τρόχαλα, σωρός από λιθάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τροχαλός με αναβιβασμό τού τόνου. Η σημ. τής λ. διαμορφώθηκε κατ' επίδραση τού τ. τρόχμαλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τροχαλός — running masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχαλός — ή, όν, ΜΑ κυρτός, κεκαμμένος αρχ. 1. αυτός που τρέχει («ἲς ἀνέμου Βορέου τροχαλὸν δὲ γέροντα τίθησι», Ησίοδ.) 2. αυτός που περιστρέφεται γρήγορα 3. στρογγυλός, κυκλικός. επίρρ... τροχαλώς / τροχαλῶς, ΝΜ νεοελλ. (μόνον στη φρ.) «πάρες τροχαλώς»… …   Dictionary of Greek

  • τρόχαλος — ο σωρός από τρόχαλα, από πέτρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τροχαλά — τροχαλός running neut nom/voc/acc pl τροχαλά̱ , τροχαλός running fem nom/voc/acc dual τροχαλά̱ , τροχαλός running fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχαλόν — τροχαλός running masc acc sg τροχαλός running neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχαλαί — τροχαλός running fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχαλοῖο — τροχαλός running masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχαλοῖς — τροχαλός running masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχαλοῖσιν — τροχαλός running masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχαλοί — τροχαλός running masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”